- αὐτοτελῶς
- αὐτοτελήςending in itselfadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
αυτόζως — αὐτόζως, ων (Α) [ζως]·αυτός που έχει δική του ζωή, που υπάρχει αυτοτελώς … Dictionary of Greek
βιβλιοκρισία — η κριτική αξιολόγηση, δημοσιευμένη σε περιοδικό, εφημερίδα ή αυτοτελώς, βιβλίου, πραγματείας ή άρθρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + κρισία < κρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
λύκη — *λύκη (Α) ξημέρωμα, χαραυγή, λυκαυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. *λύκη είναι αυτοτελώς αμάρτυρος. Εμφανίζεται ως β συνθετικό στο σύνθετο «εκ συναρπαγής» ἀμφι λύκη, «το τμήμα τής νύχτας λίγο πριν να χαράξει». Και στη συνέχεια ως α συνθετικό στους τ. λυκόφως… … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… … Dictionary of Greek
μπουά — και μποά, το, και μπουάς, ο στενόμακρο γυναικείο περιλαίμιο από γουναρικό ή φτερά, που φοριέται αυτοτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boa «γένος ερπετών» < λατ. boa «είδος υδρόβιου φιδιού»] … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek